- κατάματα
- επίρρ. βλ. κατάματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάματα — επίρρ. τοπ., μέσα στα μάτια: Με κοίταξε κατάματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντίβλεψις — ἀντίβλεψις, η (Α) το να βλέπει κάποιος κατάματα κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
αντανοίγω — ἀντανοίγω (Α) φρ. «ἀντανοίγω τὰ ὄμματα» κοιτάζω κατάματα, ατενίζω … Dictionary of Greek
αντιβλέπω — (Α ἀντιβλέπω) βλέπω κατευθείαν, βλέπω κατάματα κάποιον … Dictionary of Greek
αντιδέρκομαι — ἀντιδέρκομαι (Α) βλέπω κάποιον κατάματα, ατενίζω … Dictionary of Greek
δυσαντίβλεπτος — δυσαντίβλεπτος, ον (Α) εκείνος τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να κοιτάξει κατάματα … Dictionary of Greek
κατάματος — η, ο (για χιόνι ή βροχή ή καπνό) αυτός που πέφτει κατευθείαν στα μάτια («κατάματο έπεφτε πάνω μας το χαλάζι»). επίρρ... κατάματα μέσα στα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ματος (< μάτι), πρβλ. γλυκό ματος, μονό ματος] … Dictionary of Greek
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… … Dictionary of Greek